Ο κόσμος προχωρά και η ζωή εξελίσσεται. Για αυτό και αν κάτι τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα, και ειδικότερα στο χώρο της Δικαιοσύνης, είναι μια επανάσταση της κοινής λογικής.
Η ξεχωριστή και ειδική θέση του δικαστικού υπαλλήλου στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα προσδιορίζεται και διασφαλίζεται μέσα από ένα πλήθος νομοθετημάτων πρωτίστως δε από την κορωνίδα της Δημοκρατίας το Σύνταγμα της Ελλάδος. Ο δικαστικός υπάλληλος είναι αρωγός και φυσικός συνεργάτης των δικαστικών λειτουργών, συμβάλλει στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελώντας με τα υπόλοιπα νομικά επαγγέλματα εχέγγυο αυτού.
1) Η εισαγωγική εκπαίδευση, η πρακτική άσκηση των μελλοντικών δικαστικών υπαλλήλων και η διαρκής επιμόρφωσης των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων μέσα από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων έρχεται να διασφαλίσει ότι το δικαιοδοτικό μας σύστημα θα διαθέτει επαρκή αριθμό καταρτισμένων και αποτελεσματικών δικαστικών υπαλλήλων. Περισσότερο από ποτέ προβάλει η ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης των δικαστικών υπαλλήλων, σε θέματα αιχμής, όπως είναι οι συχνές αλλαγές στους Κώδικες, τα νέα προγράμματα τεχνολογίας και ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε πολίτες και δικηγόρους (π.χ. ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονική κατάθεση για έκδοση πιστοποιητικών, πληροφορίες πινακίων, πορεία υπόθεσης, κλπ), οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις σε θέματα δικαιοσύνης, καθώς και τα προγράμματα Εκπαίδευσης, Ανάπτυξης και Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού.
Η Διαρκής Επιμόρφωση και Κατάρτιση των δικαστικών υπαλλήλων μέσω σεμιναρίων με φυσική παρουσία αλλά και με διαδικτυακό τρόπο, θα πρέπει επίσης να εμπλουτιστεί και μέσα από α) τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα και δίκτυα κατάρτισης και επιμόρφωσης, β) τη διοργάνωση ή/και συνδιοργάνωση με ημεδαπά ή αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και με φορείς εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συνεδρίων, σεμιναρίων, διαλέξεων και ημερίδων, γ) τη συμμετοχή σε επιστημονικές έρευνες και μελέτες, κλπ.
2) Δημιουργία εγχειριδίου γνώσης στο πλαίσιο λειτουργίας της Σχολής διαθέσιμο στο σύνολο των δικαστικών υπαλλήλων, μελλοντικών και ήδη υπηρετούντων, με σκοπό τη δημιουργία γνώσης, την ανάπτυξη, τον διαμοιρασμό και την αξιοποίηση αυτής.
3) Οι σύγχρονες ανάγκες εξυπηρέτησης των πολιτών, τα νέα μοντέλα δημόσιας διοίκησης αλλά και οι έκτακτες συνθήκες που βιώσαμε λόγω του COVID 19 οδηγούν στην ανάγκη μιας πιο σύγχρονης και αποτελεσματικής διοίκησης. Η ψηφιοποίηση της δικαστικής ύλης, η ενσωμάτωση και η επέκταση της ηλεκτρονικής διαδικασίας προβάλει ως μια μεγάλη αναγκαιότητα. Ενδεικτικά αναφέρονται και προτείνονται: υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ανάκριση από απόσταση, «τηλεδίκες», πλήρης εκσυγχρονισμός της Γραμματείας όλων των δικαστηρίων, μηχανοργάνωση και ψηφιοποίηση των αρχείων.
4) Δημιουργία υπηρεσίας ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης κοινού σε κάθε κατάστημα, για την εξυπηρέτηση του συνόλου των ηλεκτρονικών υπηρεσιών (ένα είδος ΚΕΠ Δικαστικών Υποθέσεων). Για παράδειγμα, αιτήματα έκδοσης πιστοποιητικού, αντιγράφου απόφασης, απλής πληροφόρησης κλπ θα προσφέρονται στους πολίτες από το συγκεκριμένο γραφείο και όχι από διάφορα μέρη, όπως γίνεται σήμερα. Περαιτέρω, η ανάπτυξη εσωτερικού λογισμικού προγράμματος θα διαμοίραζε τα αιτήματα στην υπηρεσία και στο τμήμα, στο οποίο έχει κατατεθεί το αίτημα.
5) Ειδικό Μισθολόγιο . Η δημιουργία για πρώτη φορά Εθνικής Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων αποτελεί μια σημαντική θεσμική εξέλιξη που έρχεται να επιβεβαιώσει στην πράξη πως οι δικαστικοί υπάλληλοι αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία κρατικών υπαλλήλων με ιδιαίτερη συνταγματική κατοχύρωση και έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης. Η ένταξη της Σχολής στο πλαίσιο λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστών, η οποία και θα παρέχει την αρχική εκπαίδευση και την πρακτική άσκηση των μελλοντικών δικαστικών υπαλλήλων καθώς και τη διαρκή επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Η δημιουργία της Σχολής αποτελεί μια ισχυρή βάση διεκδίκησης για την θεσμοθέτηση ειδικού μισθολογίου δικαστικών υπαλλήλων
6) Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας σε μία χρονική περίοδο, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009, κατά την οποία, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, «η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλείψει μετά την είσοδο της χώρας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή» και θα πρέπει να χορηγηθούν εκ νέου σε όλους τους κλάδους εργαζομένων στη βάση της λογικής του ν. 1082/1980, λαμβάνοντας υπόψη και το προηγούμενο της διεκδίκησης της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης που ευοδώθηκε. Να διεκδικήσουμε την επαναφορά των παραπάνω επιδομάτων με επαφές που πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα με τα αρμόδια Υπουργεία και σε περίπτωση αρνητικών απαντήσεων να διερευνηθεί η δυνατότητα προσφυγής στα αρμόδια Δικαστήρια. Ήδη στο χώρο των Δικαστών η συζήτηση αυτή έχει ξεκινήσει και το αίτημα έχει επανέλθει. (Συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης, 4/11/2022).
Ο κόσμος προχωρά και η ζωή εξελίσσεται. Για αυτό και αν κάτι τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα, και ειδικότερα στο χώρο της Δικαιοσύνης, είναι μια επανάσταση της κοινής λογικής.